- ἀτέλεστος
- ἀ-τέλεστος (τελέω): unended, unaccomplished, fruitless; adv., without end, Od. 16.111.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ἀτέλεστος — without end masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατέλεστος — η, ο (AM ἀτέλεστος, ον) [τελώ] 1. ανεκτέλεστος 2. ασυμπλήρωτος αρχ. μσν. ο αμύητος ή ο αβάπτιστος αρχ. 1. ο χωρίς αποτέλεσμα, ο μάταιος, ο άσκοπος 2. ατέλειωτος, απέραντος 3. ακατόρθωτος 4. (για χώρα) ατελής, απαλλαγμένος από φορολογία … Dictionary of Greek
ἀτελέστως — ἀτέλεστος without end adverbial ἀτέλεστος without end masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτέλεστον — ἀτέλεστος without end masc/fem acc sg ἀτέλεστος without end neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτελέστοις — ἀτέλεστος without end masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτελέστου — ἀτέλεστος without end masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτελέστους — ἀτέλεστος without end masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτελέστων — ἀτέλεστος without end masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτελέστῳ — ἀτέλεστος without end masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτέλεστα — ἀτέλεστος without end neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτέλεστοι — ἀτέλεστος without end masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)